- καθηλιαζω
- καθηλιάζωκᾰθ-ηλιάζωдосл. освещать лучами солнца, перен. превращать в ясный день
(δνοφερέν νύκτα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δνοφερέν νύκτα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καθηλιάζω — (Α) φωτίζω με το φως τού ηλίου («οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡλιάζω (< ἥλιος)] … Dictionary of Greek
καθηλιάσαι — καθηλιά̱σᾱͅ , καθηλιάζω bring the sun upon fut part act fem dat sg (doric) καθηλιά̱σᾱͅ , καθηλιάζω bring the sun upon fut part act fem dat sg (doric) καθηλιάζω bring the sun upon aor inf act καθηλιάσαῑ , καθηλιάζω bring the sun upon aor opt act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)